- διέξοδος
- η (AM διέξοδος) [έξοδος]1. χώρος, άνοιγμα απ' όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση2. μέσο, τρόπος διαφυγήςνεοελλ.1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα2. φρ. «διέξοδος εμπορική» — εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλληαρχ.-μσν.«διέξοδοι ὑδάτων» — πηγέςαρχ.1. έκβαση, αποτέλεσμα2. έξοδος περιττωμάτων3. διεξοδική διήγηση, περιγραφή4. έκθεση, διήγηση5. στρατιωτικός ελιγμός6. εκστρατεία7. επαναλαμβανόμενο πείραμα8. διήγημα, μύθος9. (για τον ήλιο και τους πλανήτες) τροχιά, κύκλος10. φρ. α) «κατά διέξοδον» — με λεπτομέρειεςβ) «ἀνέμων διέξοδοι» — διάφορες διευθύνσεις τών ανέμωνγ) «ἡ διὰ στοιχείου διέξοδος» — περιγραφή με ανάλυση τών στοιχείων.
Dictionary of Greek. 2013.